αγρογενής

αγρογενής
ἀγρογενής, -ές (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + γενής < γένος < γίγνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”